Η κυρία Ευλαμπία διασχίζει σε πλήρη διαύγεια και ηρεμία την ένατη δεκαετία της ζωής της και είναι πηγή έμπνευσης για πολλά θέματα της καθημερινότητας. Τώρα τελευταία βλέπει στην τηλεόραση να μιλάνε για τεχνητή νοημοσύνη. Δεν καταλαβαίνει τι είναι αλλά μοιάζει σαν έτοιμη από καιρό να την καλοδεχτεί και να προσαρμοστεί. Και γιατί όχι, να περάσει καλά μαζί της. Σαν να περιμένει μια καινούργια φίλη. Η τεχνολογία έφερε τόσες πολλές αλλαγές στη ζωή της που δεν την τρομάζει τίποτε πιά.
Η κ. Ευλαμπία γεννήθηκε το 1929 σε μια προσφυγική καλύβα. Στο σχολείο πήγε μέχρι τις αρχές της Τετάρτης Δημοτικού. Σαν παιδί ο κόσμος της έφτανε μέχρι την κοντινή κωμόπολη που πήγαινε με το άλογο. Τρείς ώρες δρόμος.
Στο σπίτι της άνθρωποι και ζώα συγκατοικούσαν. Από πάνω οι άνθρωποι, από κάτω τα ζώα. Η μοναδική βρύση του χωριού ήταν στην άκρη του. Το κουβαλούσε στο σπίτι με ντενεκέδες και στάμνες. Το ραδιόφωνο που υπήρχε στο καφενείο του χωριού ήταν ότι πιο σύγχρονο υπήρχε στην περιοχή. Με κεραία-συρματάκι από την μία άκρη του αίθουσας στην άλλη.
Όργωναν την γη με τις τσάπες. Όταν ο πατέρας της έφερε το υνί στο σπίτι, έλαμψαν τα πρόσωπα της οικογένειας. Τώρα πια όργωναν τα χωράφια τα βόδια που έσερναν το υνί. Βέβαια κάποιοι συγχωριανοί της, ακόμα πιο φτωχοί που δούλευαν εργάτες σε ξένα χωράφια, στεναχωρήθηκαν γιατί θα έχαναν τα μεροκάματα, δηλαδή ένα πιάτο φαΐ όλο κι όλο.
«Προχωράει ο κόσμος» είπε ο παππούς της.
Τα χρόνια πέρασαν, η τύχη και ο καιρός έφεραν την κ. Ευλαμπία παντρεμένη σε μεγάλη πόλη. Πρωτεύουσα νομού! Λάμπα πετρελαίου, ο απόπατος πάλι στην αυλή και τον χειμώνα ζέσταινε το σπίτι το μαγκάλι. Αλλά με τρεχούμενο νερό ακριβώς έξω από το σπίτι της! Η κ. Ευλαμπία όταν είδε την βρύση θυμήθηκε τον παππού της. «Προχωράει ο κόσμος» είχε πει.
Και μετά ήρθε το ηλεκτρικό! Θαύμαζε το γλόμπο που κρεμόταν γυμνός από το ταβάνι με ένα καλώδιο! Τί ομορφιά κι αυτή! Αλλά σκέφτηκε ότι ο έμπορος που πουλούσε τα λαμπόγυαλα θα στεναχωρήθηκε. Θα έχανε την είσπραξη. «Προχωράει όμως ο κόσμος» σκέφτηκε η κ. Ευλαμπία.
Η ξυλόσομπα έδιωξε το μαγκάλι. Χαρά μεγάλη για την κ. Ευλαμπία. Ζεστάθηκε το κοκαλάκι της. Βέβαια ο καρβουνιάρης της είπε ότι τα παιδιά του ή θα μάθαιναν μια τέχνη ή θα τα σπούδαζε. Τα κάρβουνα δεν είχαν μέλλον! «Προχωράει ο κόσμος» σκέφτηκε ξανά η κ. Ευλαμπία. Και τα δικά της τα παιδιά θα σπούδαζαν. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος.
Σε λίγο εμφανίστηκαν τα ΙΧ στην πόλη της. Του γιατρού και του δημάρχου τα πρώτα. Σιγά-σιγά έφτασαν και σε διψήφιο αριθμό. Τα αυτοκίνητα τα γνώριζαν φυσικά, αλλά δεν κυκλοφορούσαν στη γειτονιά της.
Και ξαφνικά στην πλατεία έκανε την εμφάνιση του το πρώτο φανάρι. Με Σταμάτη και Γρηγόρη! Κρεμαστό, σαν από τον ουρανό. Βέβαια κανείς δεν του έδινε σημασία. Για ποιο λόγο? Θα περνούσαν από κάτω του καμιά δεκαριά αυτοκίνητα την μέρα όλα κι όλα. Αλλά η κ. Ευλαμπία καμάρωνε. Η πόλη της μεγάλωνε! Σκέφτηκε ότι όπως πήγαινε το πράγμα, σε λίγα χρόνια δεν θα υπήρχαν οι βαστάζοι με τα κάρα. «Προχωράει ο κόσμος» σκέφτηκε ξανά.

Και μια μέρα φόρτωσε το σπιτικό σε ένα φορτηγό, μέσα και τα παιδιά και έφτασε στα χιλιάδες αυτοκίνητα, στα χιλιάδες φανάρια της Αθήνας. Το καινούργιο σπίτι είχε νερό τρεχούμενο μέσα, όχι στην αυλή! Είχε και «τουαλέτα»! Με μπανιέρα! Μέσα κι αυτά! Την ντενεκεδένια βρύση τσάμπα την είχε κουβαλήσει στην Αθήνα. Την έβγαλε στην αυλή και την έκανε γλάστρα.
Πέταξε και την ξύλινη σκάφη που μπανιαριζόταν η οικογένεια. Δεν την χρειαζόταν πια. Το βαποράκι που σιδέρωνε με τα κάρβουνα το άφησε πίσω της. Ήξερε ότι στην Αθήνα ο καρβουνιάρης δεν περνούσε από τα σπίτια. «Προχωράει ο κόσμος» σκέφτηκε ξανά.
Γρήγορα πέταξε το ψυγείο με τον πάγο. Αυτή στο εργοστάσιο, τα παιδιά στο σχολείο, ποιον να βρει ο παγοπώλης; Και έτσι μπήκε στο σπίτι της η πρώτη μεγάλη λευκή συσκευή. Και από πάνω το σεμεδάκι. Πλεγμένο με βελονάκι. Εκεί παραμένει ακόμα. Σταθερή αξία.
Σε λίγα χρόνια η κ. Ευλαμπία απέκτησε και τηλέφωνο! Αγόρασε ειδικό τραπεζάκι η κ. Ευλαμπία για να το βάλει. Με φορμάικα. Έστρωσε και σεμεδάκι. Κι αυτό πλεγμένο με το βελονάκι.
Και μετά οι βιτρίνες των μαγαζιών με ηλεκτρικά είδη, γέμισαν με τηλεοράσεις. Τσούρμο ο κόσμος απ’ έξω στα πεζοδρόμια να δει το θαύμα. Ποτέ όμως η κ. Ευλαμπία. Με δωδεκάωρα στο εργοστάσιο, σπίτι και οικογένεια, ανάσα δεν έπαιρνε. Ήξερε πια ότι θα κάποια στιγμή, αυτό το κουτί θα έμπαινε και στο δικό της σπίτι.
Είχε καταλάβει ότι ο κόσμος προχωρούσε πολύ γρήγορα. Και χαιρόταν που σιγά-σιγά τον ακολουθούσε κι αυτή. Με τον καιρό η τηλεόραση έπιασε κι αυτή θέση στο «σαλόνι» της. Η ηλεκτρική κουζίνα έδιωξε την γκαζιέρα, η ηλεκτρική σκούπα την ψάθινη, το πλυντήριο την σκάφη, το mixer την τσίγκινη λεκανίτσα που είχε για να ζυμώνει τα γλυκά, δώρο στο γάμο της.
Προχωρούσε ο κόσμος. Και μαζί του η κ. Ευλαμπία.
Με τα χρόνια απέκτησε και κινητό. Το κινητό τώρα πια είναι προέκταση του χεριού της! Τα παιδιά της έχουν άλλα κινητά, σαν τηλεόραση. Μ’ αυτά η κ. Ευλαμπία και μιλάει και βλέπει τα εγγόνια και τα δισέγγονα στο εξωτερικό. Όποτε χρειάζεται τα ξεματιάζει κιόλας!

«Προχωράει ο κόσμος» σκέφτεται. Όλο και καλλίτερη γίνεται η ζωή. Πενήντα χρόνια πριν, όταν έπαιρνε τα γράμματα από τον άντρα της που ήταν μετανάστης στην Αυστραλία, δεν ήξερε αν ζούσε πια ή αν είχε πεθάνει.
Τώρα άκουσε και για την τεχνητή νοημοσύνη. Στο ΚΑΠΗ της είπε κάποιος πως μ’ αυτήν οι μηχανές θα συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι. Θα μπορούν να κάνουν τα πάντα! Είπε «Δεν πολυκαταλαβαίνω τι είναι, αλλά καλό θα είναι κι αυτό».
Προχωράει ο κόσμος σκέφτεται. Δεν μπορεί, θα κουράζονται λιγότερο οι άνθρωποι. Και οι εργάτες στα εργοστάσια θα είναι καλλίτερα. Και οι αγρότες. Που και που, σκέφτεται ότι η ζωή της ξεκίνησε μέσα σε μια καλύβα, πάνω σε ένα αχυρένιο στρώμα και έφτασε σήμερα να ακούει κάτι για μια τεχνική νοημοσύνη. Και μόνο ευγνωμοσύνη νοιώθει για όλα αυτά που έκαναν την ζωή της ευκολότερη. Καμιά πίκρα για τις δυσκολίες που πέρασε.
Μυστηριωδώς ενημερώνεται για οτιδήποτε νέο κυκλοφορεί και αφορά τον μικρόκοσμο της! Χαίρεται το παρόν. Κάνει σχέδια για το μέλλον.
«Προχωράει ο κόσμος» σκέφτεται.