Πλησιάζουν οι εκλογές σε λίγες εβδομάδες και θυμήθηκα μια ιστορία με πρωταγωνίστρια την κ. Ευλαμπία και κομπάρσους τα λοιπά μέλη  της οικογένειας. Συνέβη πριν από περίπου 30 χρόνια, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσα. 

Η κ. Ευλαμπία είναι η μανούλα μου, σήμερα ετών 94. Απόφοιτη Γ’  Δημοτικού όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος με τους Ιταλούς, οπότε το σχολείο έκλεισε και πέντε χρόνια μετά ήταν πολύ μεγάλη με τα δεδομένα της τοπικής κοινωνίας για να συνεχίσει το σχολείο. Παντρεύτηκε, μετακόμισε από την ύπαιθρο στην πόλη και από αγρότισσα έγινε εργάτρια. Σκληρή δουλειά σε όλη της την ζωή.

Για την κ. Ευλαμπία η πατρογονική εστία, κάπου στην Πελοπόννησο, ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι ο επίγειος παράδεισος. Σε αυτό το δέσιμο με το χωριό της, συνοδοιπόρος ο πατέρας μου. Όταν λοιπόν συνταξιοδοτήθηκαν και οι δύο, ζούσαν στο χωριό από το Πάσχα μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου. Το χειμώνα πίσω στην Αθήνα.

Εννοείται ψηφοφόροι της περιοχής. Στις εκλογές, αν τύχαινε να μην είναι στο χωριό, φόρτωναν άρον-άρον χίλια δυο μπαγκάζια στο Wartburg, έβαζαν και την σχάρα στην οροφή, έδεναν με το χταπόδι τα τζάντζαλα-μάντζαλα και βουρ στο χωριό.

Οι δεσμοί με τους τοπικούς άρχοντες πολύ ισχυροί. Δήμαρχος τον καιρό που διαδραματίστηκε η ιστορία που θα σας διηγηθώ ήταν ένας γιατρός. Ας τον βαφτίσουμε Παπαϊατρόπουλο.

Μικρή κοινωνία, όλοι γνωριζόταν μεταξύ τους. Η κ. Ευλαμπία είχε μεγάλη λατρεία στον Δήμαρχο – γιατρό. Ο λόγος απλός. Της «έγραφε», όλα τα φάρμακα που ήθελε (τονίζω ήθελε, όχι ότι τα χρειαζόταν) και φυσικά πάσης φύσεως εξετάσεις που η κ. Ευλαμπία θεωρούσε απαραίτητες. Αστειευόμενη της έλεγα ότι δεν αποκλείεται να της «γράψει» και εξέταση για προστάτη αν του το ζητήσει.

Όταν πλησίαζε η ώρα των εκλογών της τοπικής αυτοδιοίκησης, η κ. Ευλαμπία και ο πατέρας μου ήταν ήδη στο χωριό. Μια μέρα στο ξαφνικό, χτύπησε το τηλέφωνο και έσκασαν τα μαντάτα της κ. Ευλαμπίας:

Μανούλα: Άσε ότι κάνεις και έλα τώρα στο χωριό.

Εγώ: Γιατί τί συνέβη? Είστε καλά? Τι πάθατε?

Μανούλα :Τίποτε δεν πάθαμε. Πρέπει να έρθεις γιατί είμαι υποψήφια στις εκλογές. Για Δημοτικός Σύμβουλος. Να με υποστηρίξεις.

Εγώ: ΤΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ? ΤΙ ΕΙΣΑΙ?

Μανούλα: Υποψήφια.

Εγώ: Είσαι με τα καλά σου; Πως σου ‘ρθε αυτό; Με ποιο κόμμα;

Μανούλα: Κόμμα – ξεκόμμα δεν ξέρω. Με τον Παπαϊατρόπουλο είμαι.

Εγώ: Θέλει ο Παπαϊατρόπουλος εσένα προσωπικά στο ψηφοδέλτιο;

Μανούλα: Ναι, ήρθε στο σπίτι χθες το βράδυ. Θέλει γυναίκες.

Εγώ: Αααα, λόγω της ποσόστωσης… 

Μανούλα: Ναι αυτή, όπως τη λες. Θέλει οπωσδήποτε γυναίκες και δεν έχει.

Εγώ: Και βρήκε εσένα;

Μανούλα: Γιατί εγώ τι έχω;

Εγώ: Ρε μάνα πας καλά; Τι ξέρεις εσύ από αυτά;

Μανούλα: Γιατί οι άλλοι ξέρουν καλλίτερα; Εγώ στον Παπαϊατρόπουλο χατίρια δεν χαλάω. Όλες τις εξετάσεις μας γράφει. Λοιπόν έλα γρήγορα στο χωριό να με υποστηρίξεις να βγω. Να μοιράσεις ψηφοδέλτια.

Εγώ: Μαμά ξέρεις ότι δουλεύω. Δεν μπορώ να πάρω άδεια ένα μήνα και τρέχω στα χωριά για να κάνουμε το χατίρι του Παπαϊατρόπουλου.

Μανούλα: Το χατίρι της μάνας σου θα κάνεις. Αλλά όταν εγώ δούλευα διπλοβάρδια στα εργοστάσια για να σπουδάσεις εσύ, ήταν καλά; Μια φορά σε χρειάστηκα και ‘γω και δεν προλαβαίνεις; 

Εγώ: Βρε μαμά….

Μανούλα: Μαμά και μαμούνια! Θα πεθάνω και θα με ζητάς. Αλλά θα έχω φύγει και θα είναι αργά. Τότε θα καταλάβεις την αξία μου…

Εγώ: Μαμά έχω δουλειά τώρα θα τα ξαναπούμε.

 

Κλείνω το τηλέφωνο και καλώ την Μεγάλη Αδελφή. Καθηγήτρια στο επάγγελμα. Αρχίζω να της λέω τα καθέκαστα, αλλά τα γνώριζε. Η μανούλα, κατά την πάγια τακτική της τηρώντας την ηλικιακή ιεραρχία, την είχε ήδη ενημερώσει. Συζητήσαμε λίγο το θέμα, και το αφήσαμε ελπίζοντας ότι δεν θα συνεχιστεί. Φρούδες ελπίδες. Την επόμενη ημέρα η κ. Ευλαμπία ξαναχτύπησε. Ντριιιιν έκανε το τηλέφωνο, ταχυπαλμίες είχα εγώ. 

Μανούλα: Πότε έρχεσαι;

Εγώ: Ποτέ. Σου είπα δεν μπορώ να φύγω από την δουλειά μου.

Μανούλα: Εγώ μπορούσα να δουλεύω από νύχτα σε νύχτα; Να σε μεγαλώσω; σε σπουδάσω;

Εγώ: Βρε μαμά, πως θα είσαι Δημοτικός Σύμβουλος, αφού το χειμώνα δεν μένεις στο χωριό; 

Μανούλα: Εσένα τι σε νοιάζει; Σε πήρε ο πόνος για το χωριό; Μια φορά δεν ήρθες να δεις τι κάνω. Θα πεθάνω και θα το μάθεις από τους γείτονες.

Εγώ: Με το μπαμπά είσαι, δεν είσαι μόνη σου. Και μετά τις εκλογές θα γυρίσεις στο σπίτι σου. 

Μανούλα: Μην αλλάζεις κουβέντα. Να ‘ρθείς να μοιράσεις ψηφοδέλτια. 

Εγώ: Στην άλλη σου κόρη τηλεφώνησες; 

Μανούλα: Με ‘σενα μιλάω τώρα. Αλλά κι η αδερφή σου τα ίδια είναι. Η μάνα μπορεί για δέκα παιδιά. Δέκα παιδιά για μια μάνα δεν  μπορούνε. Ααααχ! 

Εγώ: Που πας να μπλέξεις βρε μαμά; Το καταλαβαίνεις ότι το μισό σόι δεν θα σου μιλάει; Δεν είστε όλοι με την ίδια παράταξη. 

Μανούλα: ………………… 

Εγώ: Μαμά? Μαμά μ’ ακούς;

Μανούλα: Ναι, ναι σε ακούω. Έχω δουλειά τώρα, γειά σου, γειά σου.

 

Και έκλεισε το τηλέφωνο ξαφνικά. 

Η κ. Ευλαμπία δεν επανήλθε στο θέμα και εγώ δεν τόλμησα να ρωτήσω το γιατί. Φοβόμουν μη με βρει καμία συμφορά. Να τι είχε συμβεί, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων.

Όταν άκουσε ότι το μισό σόι δεν θα της μιλούσε, χτύπησε κάποιο καμπανάκι στο μυαλό της. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε και κατέληξε ότι οι συγγενείς θα είναι πάντα συγγενείς. Ο δήμαρχος σήμερα είναι, αύριο δεν είναι! Δήλωσε λοιπόν στον Παπαϊατρόπουλο ότι τα παιδιά της δεν την αφήνουν να πολιτευτεί! Και σαν μάνα που είναι δεν μπορεί να τα στεναχωρήσει!

Ο Δήμαρχος – γιατρός ευτυχώς εξελέγη εκ νέου και οι σχέσεις τους συνεχίστηκαν απρόσκοπτες. Και να της γράφει τα φάρμακα.

Αυτή την ιστορία θυμάμαι κάθε φορά που γίνονται εκλογές. Βέβαια μέχρι τώρα στις βουλευτικές εκλογές είχαμε αποφύγει τον διασυρμό της ποσόστωσης στις υποψηφιότητες των γυναικών. Αλλά ο κατήφορος είναι ανίκητος. Έφθασε η ώρα να τον υποστούμε στις προσεχείς εκλογές. Εύχομαι οι γυναίκες τουλάχιστον, να επιλέξουν με βάση τις ικανότητες των υποψηφίων και όχι με βάση τον τρόπο που κατουράνε.