Ναι μεν απέτυχε η προσπάθεια για γυμναστική και ο καιρός περνούσε, αλλά ησυχία δεν είχα. Το θέμα της ομορφάδας μου με απασχολούσε διακαώς. Θέλεις σκεφτόμουν να καταλήξω χοντρή και άσχημη; Εγώ η καρακουκλάρα; Που κάθε πρωί καθρεφτίζομαι με την τσίμπλα στο μάτι και θαμπώνομαι από την ομορφάδα μου;
Ε, αφού δεν ησύχαζα είπα να κάνω κάτι άλλο, που ίσως, λέμε ίσως να τα κατάφερνα καλλίτερα. Να αρχίσω νταραβέρια με διαιτολόγο. Πολλές φορές είχα τέτοιου είδους συναναστροφές στο παρελθόν, όλες άνευ αποτελέσματος. Σκέφτηκα όμως ότι τώρα πιά μεγάλωσα και ίσως να είναι αλλιώς. Προχωράει και η επιστήμη. Ποιος ξέρει μπορεί να εφευρέθηκαν δίαιτες που αδυνατίζει ο άνθρωπος καθιστός και χορτάτος. Με αυτήν την ενθαρρυντική σκέψη πήρα την απόφαση.
Μια ωραία ημέρα, λοιπόν, βρέθηκα σε μεγάλο ιατρικό κέντρο των Β.Π., στο τμήμα Διαιτολογίας! Πρώτα στο ταμείο, ακουμπάω 150 ευρόπουλα και έρχομαι λίγο στα ίσια μου. Άρχισαν να μην με ενοχλούν τα επί πλέον κιλά, αλλά να με ενοχλούν τα λιγότερα λεφτά.
Φτάνω στο τμήμα Διαιτολογίας. Είμαι σε περίεργη ψυχολογική κατάσταση. Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω. Ανάσταση ψυχής! Συλφίς φαινόμουν εκεί μέσα! Θεά! Τουίγκι να το πω; Νικόλ Κίντμαν να το πω; Καλά ας μην είμαι υπερβολική. Ας πούμε κάτι σε Τζένιφερ Άνιστον! Που είναι και λίγο δικιά μας.
Τέλος πάντων συμπληρώνω όλα τα απόρρητα προσωπικά μου δεδομένα (μέχρι και την ηλικία μου θέλανε, αν είναι δυνατόν!) σε ένα χαρτί, παραδίδω την γραπτή ομολογία των παθών μου και περιμένω. Πάντως αν δεν είχα ακουμπήσει τα 150, θα την είχα κοπανήσει εκείνη τη στιγμή! Ακούω το όνομα μου κάποια στιγμή, μπαίνω σε ένα γραφείο και βλέπω μπροστά μου μια κοκαλιάρα. Εννοείται ξινή. Κοκαλιάρα και γλυκούλα γίνεται; Δεν γίνεται!
Κάθομαι, συστηνόμαστε και μπαίνει στο ψητό.
– Ανεβείτε στη ζυγαριά.
– Με τα παπούτσια;
– Ναι με τα παπούτσια
– Μα…
– Ανεβείτε

Από προστακτική σε προστακτική με πήγαινε. Σκιάχτηκα. Βγάζω το σκασμό και ανεβαίνω. Δύο κιλά plus με έβγαλε. Η κακούργα! Ξανακαθόμαστε.
– Τι τρώτε;
– Τα πάντα εκτός από φέτα
– Γιατί;
– Γιατί πεινάω
– Γιατί δεν τρώτε φέτα ρωτάω
– Γιατί βρωμάει
– Όχι όλες
– Με φέτα θα κάνω δίαιτα; Γιατί το κουβεντιάζουμε;
Κάνει περίεργη γκριμάτσα με κοιτάει και σκύβει στα χαρτιά της.
– Θα σας δώσω διατροφή μιας εβδομάδας.
Μου δίνει ένα Α4 και αρχίζω να το διαβάζω. Πείνα και των γονέων!
• Το πρωί ένα τσάι, ένα αυγό και μια φρυγανιά. Κάτι τέτοια τέλος πάντων.
• Το μεσημέρι 120 γρ. πρωτεΐνη plus πρασινάδες.
• Το βράδυ 50 γρ. πρωτεΐνη plus πρασινάδες.
• Στα ενδιάμεσα από μισό φρούτο. Μισό δαμάσκηνο πρωί, μισό το απόγευμα.
Πάντως όχι μισό καρπούζι. Την κοιτάζω με απορία, με κοιτάζει και με σφάζει, σκύβω το κεφάλι στο χαρτί μου. Κάνω την επανάσταση μου:
– Την νύχτα τι θα τρώω;
– Την νύχτα; Γιατί να τρώτε την νύχτα;
– Γιατί πεινάω
– Την νύχτα δεν κοιμόσαστε κυρία μοu;
– Όχι. Πάω και για κατούρημα
– Ε, και; Πρέπει και να φάτε;
– Μα αφού περνάω έξω από την κουζίνα….
– Ναι αλλά πάτε για κατούρημα
– Ναι αλλά περνάω έξω από την κουζίνα….Μου έρχεται μια λιγούρα…
– Να γυρίσετε στο κρεββάτι σας, να κλείσετε τα μάτια σας και να κοιμηθείτε. Τέλος
Χαμήλωσα το βλέμμα και δεν μίλησα. Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή. Μάζεψα τα κουράγια μου και επανήλθα.
– 120 γρ πρωτεΐνη πόσο είναι; Μια σπαλομπριζόλα είναι οκ; Ποιος είδε το βλέμμα της και δεν το φοβήθηκε! Της αναγνωρίζω όμως ότι πήρε βαθιές ανάσες πριν απαντήσει.
– Όχι κυρία μου. Ξεχάστε τα αυτά. Η σπαλομπριζόλα είναι φαγητό για δυο μέρες
– Α, όλα κι όλα , εδώ θα τα χαλάσουμε. Η σπαλομπριζόλα κρύα δεν τρώγεται! Δεν απάντησε. Αλλά το βλέμμα της μιλούσε. Κάτι θα σε κανονίσω εγώ σκουλήκι της λάσπης.

– Μια φορά την εβδομάδα μπορείτε να τρώτε ένα γλυκό. (Αναθάρρησα κι ανακάθισα).
– Τι γλυκό; Κανταΐφι κάνει;
– Που έχετε το μυαλό σας; Φάτε μια μπάλα παγωτό. Όχι παρφέ βεβαίως.
– Μα το παγωτό δεν είναι γλυκό.
– Και τι είναι;
– Παγωτό! (Νέος αναστεναγμός από την σκύλα.)
– Και αν κάποια στιγμή, τις καθημερινές θελήσετε γλυκό, να φάτε ένα σοκολατάκι.
– Και που θα βρω ένα σοκολατάκι;
– Στο μπακάλικο κυρία μου. Κουτιά ολόκληρα έχουν.
– Κουτιά. Δεν τα δίνουν ένα-ένα.
– Εσείς θα πάρετε ένα κουτί, αλλά θα φάτε ένα.
– Αδύνατον. Στο δικό μου σπίτι τα σοκολατάκια δεν διανυκτερεύουν.
Η ξινή ανοιγόκλεισε τα στόμα της δυο τρεις φορές. Η ιερά εξέταση και ο εξευτελισμός μου συνεχίστηκε.
– Γυμνάζεστε;
– Όχι
– Περπατάτε;
– Όχι
– Πόσο περπατάτε δηλαδή;
– Καθόλου
– Γιατί;
– Δεν μ αρέσει.
– Ο χορός σας αρέσει;
– Αχ ναι! Πάρα πολύ! Όλα τα μπαλέτα τα έχω δει στην ERT. (Σε αυτό το σημείο νομίζω ότι διακρίνω έναν εκνευρισμό και το χειρότερο είναι ότι υποψιάζομαι τον λόγο…)
– Εσείς θα θέλατε να χορέψετε;
– Ναι αμέ, αλλά δεν έχω καβαλιέρο.
– Δεν τον χρειάζεστε. Μπορείτε να πάτε σε σχολή χορού. Θα σας βοηθήσει πολύ.
– Για να χορεύω με ένα σωρό θείτσες; Να μου λείπει! Στον ψυχίατρο θα καταλήξω. Αν είχαν κάτι σε δίμετρο, έστω κάτι σε Μπράντ Πίτ, τότε οκ μετά χαράς!
Η κοκαλιάρα σφίγγει τα χείλη και κρυφοαναστενάζει. Τα μάτια της στενεύουν, τα φρύδια της σουρώνουν και κοιτάζει τα χαρτιά της. Γίνεται ακόμα πιο άσχημη. Σηκώνεται όρθια.

– Τελειώσαμε για σήμερα. Θα τα ξαναπούμε σε μια βδομάδα.
– Μισό λεπτό. Με αυτή την δίαιτα …
– Διατροφή είναι.
– Τέλος πάντων ότι κι αν είναι, με αυτό το πράμα εγώ θα πεινάω.
– Να πεινάτε κυρία μου. Να πεινάτε. Αλλιώς δεν γίνεται. Τι νομίζετε θα τρώτε τρεις χιλ. θερμίδες την ημέρα και θα αδυνατίσετε‘ Αυτά μόνο στα όνειρα σας.
Άνοιξε την πόρτα και σχεδόν με πέταξε έξω.
Έσκυψα το κεφάλι και έφυγα. Πήγα στο κυλικείο, πήρα δυο μπαμπάδες σε ένα κουτάκι, ζήτησα και ένα κουταλάκι, βγήκα έξω, έκατσα σε ένα πεζουλάκι και τους έφαγα με την ησυχία μου. Ηθικό στα πατώματα.
Πήρα ένα TAXI και γύρισα σπίτι μου. Μέχρι το πρωί δεν ξανάφαγα. Με βάρυναν λίγο οι μπαμπάδες. Το πρωί πάλι με την τσίμπλα στο μάτι κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, ξαναείδα τη γνωστή καρακουκλάρα και όλα μπήκαν στη θέση τους!